Καρικῆς

Καρικῆς
Κᾱρικῆς , Καρικός
worthless
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καρύκης ή Καρίκης — (; – 1092). Βυζαντινός στρατηγός και διοικητής της Κρήτης, επί αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Είχε έρθει σε διένεξη με την κεντρική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη και το 1092 επαναστάτησε κατά της βυζαντινής κυριαρχίας. Οι Κρητικοί δεν δέχτηκαν… …   Dictionary of Greek

  • MYCALE — I. MYCALE Graece Μυκάλη, urbs Cariae, et mons, apud Stephanum: Μυκάλη, πόλις Καρίας. Δίδυμος δὲ ὄρος τὴν Μυκάλην φασίν. Ε᾿κλήθη δὲ, ἐπεὶ αἱ λοιπαὶ Γοργόνες ἐπὶ τόκῳ μυκώμεναι, τὴν κεφαλὴν Μεδούσης ἀνεκαλοῦντο. ὁ. δὲ Μυχάλην αὐτήν φασιν, ἐπεὶ εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… …   Dictionary of Greek

  • αντελόνικα — τα (και ούνικα) ποικιλία σύκων της κοινής ή καρικής συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ηλέκτωρ — ἠλέκτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. (για τον ήλιο) λαμπερός, ακτινοβόλος 2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία 3. (αντί αλέκτωρ ή άλεκτρος) α) άγαμος, ανύπαντρος β) άυπνος, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρείται ΙΕ προέλευσης λ.,… …   Dictionary of Greek

  • ημιθέα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή… …   Dictionary of Greek

  • καμαρός — καμαρός, ά, όν (Α) ασφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. καρικής προελεύσεως. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κόλαβρος — κόλαβρος, ὁ (AM) μικρός χοίρος, γουρουνάκι αρχ. άσμα που συνόδευε τον χορό τού κολαβρισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • ναύσσον — ναῡσσον, τὸ (Α) ονομασία φορολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, δάνεια λ. καρικής προελεύσεως, χωρίς όμως να αποκλείεται και κάποια συγένειά του με το ναῦς] …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”